- καταλλάττομαι
- καταλλάσσωchangepres ind mp 1st sg (attic)καταλλάσσωchangepres ind mp 1st sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προσκαταλλάττομαι — Α·1. συνδιαλλάσσομαι, συμφιλιώνομαι επιπρόσθετα 2. συμβιβάζομαι επί πλέον. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + καταλλάττομαι «ανταλλάσσω, συνδιαλλάσσομαι, συμφιλιώνομαι»] … Dictionary of Greek